«...ἀπό ἐπιλογή γενικοτέρων ἐννοιῶν θά ἀπαρτισθοῦν οἱ σ η μ α σ ί ε ς μιᾶς γλώσσας. Ἐδῶ ἡ ἐπιλογή δέν συνίσταται τόσο στόν ἀποκλεισμό ὁρισμένων ἐννοιῶν εἰς βάρος ἄλλων, ὅσο, κυρίως, στά ὅ ρ ι α πού θά χαραχθοῦν γιά τήν κάθε ἔννοια μέσα στό σύστημα τῶν σχέσεων ἀντιθετικῆς μορφῆς μιᾶς γλώσσας ( συνωνυμίας, ὑπωνυμίας, ἀντωνυμίας κλπ. ), ὅρια πού θά μετατρέψουν τίς ἔννοιες σέ σ η μ α σ ί ε ς...»
ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗ:
Η ΓΛΩΣΣΑ ΩΣ ΑΞΙΑ: ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ
Ἡ προσπάθεια γιά τήν ἀνάδειξη τῆς ἀναγκαιότητας σύνταξης ἑνός Σημασιολογικοῦ Λεξιλογίου προέρχεται ἀπό τή διαρκῶς αὐξανόμενη πίεση μιᾶς διαρκῶς ἐπιταχυνόμενης λήθης -κάτι σάν δυναμική ἐκδίπλωση τυφώνος-
πού ἀποστεοποιεῖ τή λέξη καί τή γλώσσα χρηστικά, κατακερματίζοντας ὄχι μόνο τόν κοινωνικό της ρόλο, ἀλλά καί τόν μυστηριακό καί ὀντολογικό της χαρακτήρα. Ἄς μή λησμονοῦμε ὅτι ἡ πρώτη ἐντολή πού δόθηκε ἀπό τόν Θεό στόν ἄνθρωπο ἦταν νά ὀνομάσει τόν κόσμο, δηλαδή νά ἀναγνώσει τόν λόγο του.
Στήν προσπάθειά μας αὐτή, νά ὀνομάσουμε τόν κόσμο, μέ πυρήνα τή λέξη δηλώνεται ἡ ἔννοια πού κατανοεῖ ἡ συνειδητότητά μας. Ὅμως ταυτόχρονα ἡ λέξη περικλείει δυναμικά-σά χειροβομβίδα εἰρήνης- ἕναν λόγο μέ εὔρος
ἐκτατό καί πολυσήμαντο. Διότι δέν ὑπάρχει, οὔτε ὑφίσταται ἔννοια αὐτονομημένη, ἀλλά ἀντιθέτως τά πάντα, ἄρα καί οἱ ἔννοιες πού τά δηλώνουν, προσδιορίζονται, καθορίζονται καί ἀλληλοϋποστηρίζονται μέσα ἀπό ἕνα δυναμικά ἱεραρχικό σύστημα σχέσεων πού ἐναρμονίζει τή ζωή καί τήν ὕπαρξη.
Ἔτσι ξεκινώντας ἀπό τήν ἀρχική ἔννοια καί τή λέξη πού τήν ἐκφέρει , δηλαδή μέσα ἀπό τήν κατάλληλη ἀντιστοιχία σημαίνοντος καί σημαινομένου, ὅμοια μέ πλοῖο πού ἀνοίγεται στά ὡκεάνια βάθη τῶν ὁρίζόντων, σιγά σιγά συλλαμβάνουμε τό καθολικότερο εὔρος τῆς ἔννοιας καί ποιοῦμε γλώσσα προεκτείνοντας τά ὅρια τοῦ σημαίνοντος, δηλαδή τῆς λέξης, ἔτσι πού νά συλλαμβάνονται ὅλες οἱ ποιότητες ( συνθετικές, ἀντιθετικές, ὁμότροπες, παράλληλες κλπ) τοῦ σημαινομένου.
Ἡ ἰδιαίτερη ἀντιληπτική καί ἄρα ἱεραρχική ἀξιολόγηση κάθε λαοῦ ὡς πρός τήν πραγματικότητα, ἀποδίδεται συνεπέστατα καί ἀναπόφευκτα στή διαφορετική σχεσιολόγηση τῶν ἀρχικῶν ἐννοιῶν. Γιά αὐτό κάθε ἐθνική γλώσσα
ἀποτελεῖ μιά διαφορετική ταξινομία τοῦ κόσμου, ἕνα διαφορετικό σύστημα ἀξιῶν πού καταδεικνύει τήν πολιτισμική καί πνευματική θέση, δηλαδή τό ἀντιληπτικό, συνειδησιακό καί δημιουργικό ἐπίπεδο κάθε λαοῦ.
Ἐρχόμενοι στό θαῦμα τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας παρατηροῦμε μηχανισμούς πού προσδίδουν στίς ἔννοιες καί τό σχεσιοδυναμικό τους πλαίσιο, ὄχι ἁπλῶς ἀκρίβεια καί εὐελιξία, ἀλλά ταυτόχρονα ἀνοιχτότητα καί διαφάνεια πρός τό ἄλλο, τό μή δηλούμενο, δηλαδή ἕναν ἀποφατισμό πίσω ἀπό τόν ὁποῖο διακρίνεται μιά διαρκής ἀναγωγή, μιά δημιουργική μετάβαση, ἕνα στοχαστικό πέρασμα, μιά ποιητική-μεθεκτική συναίσθηση πρός τό κεκρυμμένο πρόσωπο-λόγο τοῦ κόσμου.
Παραδίδοντας στίς ἐρχόμενες γενιές τή δυναμική τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, εἶναι καθοριστικῆς σημασίας, ὄχι μόνο γιά τή γλώσσα ἀλλά κυρίως γιά τήν ὕπαρξη, νά παραδίδουμε ταυτόχρονα καί τούς μηχανισμούς πού γεννοῦν τή γλώσσα,
ἔσω μηχανισμούς-τρόπους- πού καθορίζονται ἀπό τήν ὡριμότητα τῆς συνείδησης ὡς «ἐν ἀληθεία» φορέα καί μεταφορέα λόγου, καί τούς ἔξω, τούς παραδομένους «ἐν σοφία»μέσω τῶν γλωσσολογικῶν ( ἑτυμολογικῶν, γραμματολογικῶν,συντακτικῶν, λογοτεχνικῶν) δομῶν.
Πρακτικά τί σημαίνουν ὅλα αὐτά;
Ἄς συλογιστοῦμε πόσο διαφορετική σχέση ἀποκτᾶ ἕνα παιδί μέ τή γλώσσα, ὅταν μαθαίνει, γιά παράδειγμα, ὄχι
ἁπλῶς τή λέξη φῶς- γιά τήν ὁποία , ἀν ἀφαιρέσουμε τή σχεσιοδυναμική του τρόπου μας, θά μποροῦσε νά χρησιμοποιήσει την ἀντίστοιχη λέξη ὁποιασδήποτε ἄλλης γλώσσας-, ἀλλά ὅτι ἀπό αὐτή τή λέξη, στά ἑλληνικά ,προέρχεται τό λέγω (φημί), ἡ φωνή, ἡ φήμη, ἡ φανέρωση, ἡ φαντασία καί φυσικά ὁ φωτισμός. Πόσο θά διευρύνονταν ἡ ἀντίληψή του, ἄν τοῦ δείχναμε ἐξ ἀρχῆς, ὅτι μέ τή φωνή του καί τά λόγια του δέν μιλᾶ ἁπλῶς, ἀλλά φωτίζει, φανερώνει, φαντάζεται τό κεκρυμμένο εὔρος τοῦ κόσμου. Μέ τόν τρόπο αὐτό, δέν παραδίδουμε ἁπλῶς τή λέξη, ἀλλά φ ω τ α γ ω γ ο ῦ μ ε τή συνειδητότητα τοῦ νέου ἀνθρώπου πού ἀρχίζει νά ξεκλειδώνει γλωσσολογικά μέσα του ποιότητες. Αὐτή ἡ διαφορετική διδακτική διαδικασία τῆς γλώσσας, ἀποτελεῖ τότε ὄχι διδασκαλία ἀλλά διδαχή τῆς γλώσσας. Παύουν τότε τά «ἑλληνικά τῆς πίκρας»(Ἐλύτης) καί μιά διέξοδος διαφαίνεται ἀπό τή χρήση στή χάρη.
Comments
- No comments found
Leave your comments
Post comment as a guest